Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξ ἔριδος

См. также в других словарях:

  • Ἔριδος — Ἔρις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριδος — ἔρις strife fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίπερις — έριδος, ἡ, Α το πέπερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίπερι + επίθημα ις, ιδος] …   Dictionary of Greek

  • σφηνόπτερις — έριδος, και εσφ. τ. σφενόπτερις Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πτεριδοσπέρμων, το οποίο ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού λιθανθρακοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphenopteris (< σφήν, ηνός + πτέρις)] …   Dictionary of Greek

  • φεγόπτερις — έριδος, η, Ν βοτ. βλ. φηγόπτερις …   Dictionary of Greek

  • ψύλλερις — έριδος και ψυλλερίς, ίδος, ἡ Α είδος φυτού, το ψύλλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα κατά το ἡμερίς «ήμερο αμπέλι»] …   Dictionary of Greek

  • ωχρόπτερις — έριδος, η, Ν βοτ. γένος πτεριδοφύτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. ochropteris (< ωχρός + πτέρις, ιδος)] …   Dictionary of Greek

  • Trojan War — In Greek mythology, the Trojan War was waged against the city of Troy by the Achaeans after Paris of Troy stole Helen from her husband Menelaus, the king of Sparta. The war is among the most important events in Greek mythology, and was narrated… …   Wikipedia

  • ERICHTONIUS — quartus Atheniensium Rex, post Amphictyonem ex semine Vulcani in terram proiecto editus, unde et nomen habt ὐπὸ τῆς ἔριδος καὶ χθονὸς, ex certamine, atque humo. Nam cum Vulcanus Diis arma fecisset, eique Iuppiter optionem praemii dedisset, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • έρνος — ἔρνος, ὁ (Μ), ἔρνος, τὸ (Α) 1. βλαστάρι, βλαστός («τρέφει ἀνήρ ἔρνος ἐλαίης», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. τέκνο, απόγονος («Διγενής Ἀκρίτης τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς... ἔρνος», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1. στον πληθ. τά ἔρνεα τα στεφάνια που φορούσαν οι νικητές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»